- σπουδαρχαιρεσίαι
- οἱ, Α(κατά τον Ησύχ.) «οἱ περὶ τὰ ἀρχαιρεσία σπουδάζοντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + ἀρχαιρεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαρχαιρεσίαι — σπουδαρχαιρεσίας a busy electioneerer masc nom/voc pl σπουδαρχαιρεσίᾱͅ , σπουδαρχαιρεσίας a busy electioneerer masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)